μικροεπαγγελματίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μικροεπαγγελματίας | οι | μικροεπαγγελματίες |
| γενική | του/της | μικροεπαγγελματία | των | μικροεπαγγελματιών |
| αιτιατική | τον/τη | μικροεπαγγελματία | τους/τις | μικροεπαγγελματίες |
| κλητική | μικροεπαγγελματία | μικροεπαγγελματίες | ||
| Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
| Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικροεπαγγελματίας < μικρο- + επαγγελματίας
Μεταφράσεις
μικροεπαγγελματίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.