μητᾶτον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μητᾶτον (ήδη από τον 6ο αιώνα κε) < λατινική metatum

Ουσιαστικό

μητᾶτον ουδέτερο

  1. (ιστορία) υποχρέωση των πολιτών να παρέχουν κατάλυμα σε κρατικούς υπαλλήλους, πολιτικούς ή και στρατιωτικούς, οι οποίοι ταξίδευαν για εκτέλεση κάποιας αποστολής
     συνώνυμα: κοιμητᾶτον, κοιμητᾶτο
  2. (συνεκδοχικά) κατάλυμα
  3. στάνη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.