μητᾶτο

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μητᾶτο < λατινική metatum

Ουσιαστικό

μητᾶτο ουδέτερο

  • άλλη μορφή του μητᾶτον
      16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Γ', στίχ. 266 (265-266)
    Τάχα καὶ νὰ κατέβηκε ἐδῶ στὴ βρύση κάτω
    ἡ γαἴγα ποὺ μοῦ ξέκοψε κ' ἔφυγ' ἐκ τὸ μητάτο;
    Κριαράς Εμμανουήλ, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 126

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.