μητρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μητρότης | αἱ | μητρότητες | ||||
| γενική | τῆς | μητρότητος | τῶν | μητροτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | μητρότητῐ | ταῖς | μητρότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | μητρότητᾰ | τὰς | μητρότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | μητρότης | μητρότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μητρότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μητροτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μητρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μήτηρ, μητρ- + -ότης
Πηγές
- σελ.161, Τόμος 3 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.