μηνιγγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μηνιγγικός | η | μηνιγγική | το | μηνιγγικό |
| γενική | του | μηνιγγικού | της | μηνιγγικής | του | μηνιγγικού |
| αιτιατική | τον | μηνιγγικό | τη | μηνιγγική | το | μηνιγγικό |
| κλητική | μηνιγγικέ | μηνιγγική | μηνιγγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μηνιγγικοί | οι | μηνιγγικές | τα | μηνιγγικά |
| γενική | των | μηνιγγικών | των | μηνιγγικών | των | μηνιγγικών |
| αιτιατική | τους | μηνιγγικούς | τις | μηνιγγικές | τα | μηνιγγικά |
| κλητική | μηνιγγικοί | μηνιγγικές | μηνιγγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μηνιγγικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
μηνιγγικός
|
|
- μηνιγγικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.