μηνιγγίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μηνιγγίτιδα | οι | μηνιγγίτιδες |
| γενική | της | μηνιγγίτιδας | των | μηνιγγίτιδων |
| αιτιατική | τη | μηνιγγίτιδα | τις | μηνιγγίτιδες |
| κλητική | μηνιγγίτιδα | μηνιγγίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηνιγγίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική méningite[1] < méninge < αρχαία ελληνική μῆνιγξ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μηνίγγι
Μεταφράσεις
μηνιγγίτιδα
- μηνιγγίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.