μεφιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεφιτισμός | οι | μεφιτισμοί |
| γενική | του | μεφιτισμού | των | μεφιτισμών |
| αιτιατική | τον | μεφιτισμό | τους | μεφιτισμούς |
| κλητική | μεφιτισμέ | μεφιτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεφιτισμός < γαλλική méphitisme
Ουσιαστικό
μεφιτισμός αρσενικό
- άσχημη μυρωδιά
- η δημιουργία και εξάπλωση δυσάρεστων οσμών ή επικίνδυνων αερίων
- μόλυνση του αέρα από αναθυμιάσεις
Μεταφράσεις
μεφιτισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.