μεφιτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεφιτικός η μεφιτική το μεφιτικό
      γενική του μεφιτικού της μεφιτικής του μεφιτικού
    αιτιατική τον μεφιτικό τη μεφιτική το μεφιτικό
     κλητική μεφιτικέ μεφιτική μεφιτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεφιτικοί οι μεφιτικές τα μεφιτικά
      γενική των μεφιτικών των μεφιτικών των μεφιτικών
    αιτιατική τους μεφιτικούς τις μεφιτικές τα μεφιτικά
     κλητική μεφιτικοί μεφιτικές μεφιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεφιτικός < γαλλική méphitique

Επίθετο

μεφιτικός

  1. που αποπνέει μια δυσάρεστη μυρωδιά
     συνώνυμα: αποπνικτικός, βρομερός, δύσοσμος, δυσώδης
  2. που προκαλεί αποστροφή
     συνώνυμα: αηδιαστικός
  3. δηλητηριώδης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.