μεφιτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεφιτίζω < γαλλική méphitique + -ίζω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεφιτίζω | μεφίτιζα | θα μεφιτίζω | να μεφιτίζω | μεφιτίζοντας | |
| β' ενικ. | μεφιτίζεις | μεφίτιζες | θα μεφιτίζεις | να μεφιτίζεις | μεφίτιζε | |
| γ' ενικ. | μεφιτίζει | μεφίτιζε | θα μεφιτίζει | να μεφιτίζει | ||
| α' πληθ. | μεφιτίζουμε | μεφιτίζαμε | θα μεφιτίζουμε | να μεφιτίζουμε | ||
| β' πληθ. | μεφιτίζετε | μεφιτίζατε | θα μεφιτίζετε | να μεφιτίζετε | μεφιτίζετε | |
| γ' πληθ. | μεφιτίζουν(ε) | μεφίτιζαν μεφιτίζαν(ε) |
θα μεφιτίζουν(ε) | να μεφιτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεφίτισα | θα μεφιτίσω | να μεφιτίσω | μεφιτίσει | ||
| β' ενικ. | μεφίτισες | θα μεφιτίσεις | να μεφιτίσεις | μεφίτισε | ||
| γ' ενικ. | μεφίτισε | θα μεφιτίσει | να μεφιτίσει | |||
| α' πληθ. | μεφιτίσαμε | θα μεφιτίσουμε | να μεφιτίσουμε | |||
| β' πληθ. | μεφιτίσατε | θα μεφιτίσετε | να μεφιτίσετε | μεφιτίστε | ||
| γ' πληθ. | μεφίτισαν μεφιτίσαν(ε) |
θα μεφιτίσουν(ε) | να μεφιτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεφιτίσει | είχα μεφιτίσει | θα έχω μεφιτίσει | να έχω μεφιτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεφιτίσει | είχες μεφιτίσει | θα έχεις μεφιτίσει | να έχεις μεφιτίσει | έχε μεφιτισμένο | |
| γ' ενικ. | έχει μεφιτίσει | είχε μεφιτίσει | θα έχει μεφιτίσει | να έχει μεφιτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεφιτίσει | είχαμε μεφιτίσει | θα έχουμε μεφιτίσει | να έχουμε μεφιτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεφιτίσει | είχατε μεφιτίσει | θα έχετε μεφιτίσει | να έχετε μεφιτίσει | έχετε μεφιτισμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν μεφιτίσει | είχαν μεφιτίσει | θα έχουν μεφιτίσει | να έχουν μεφιτίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μεφιτισμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μεφιτισμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μεφιτισμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μεφιτισμένο | |||||
Μεταφράσεις
μεφιτίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.