μετεωρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετεωρισμένος | η | μετεωρισμένη | το | μετεωρισμένο |
| γενική | του | μετεωρισμένου | της | μετεωρισμένης | του | μετεωρισμένου |
| αιτιατική | τον | μετεωρισμένο | τη | μετεωρισμένη | το | μετεωρισμένο |
| κλητική | μετεωρισμένε | μετεωρισμένη | μετεωρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετεωρισμένοι | οι | μετεωρισμένες | τα | μετεωρισμένα |
| γενική | των | μετεωρισμένων | των | μετεωρισμένων | των | μετεωρισμένων |
| αιτιατική | τους | μετεωρισμένους | τις | μετεωρισμένες | τα | μετεωρισμένα |
| κλητική | μετεωρισμένοι | μετεωρισμένες | μετεωρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μετεωρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετεωρίζω
Μεταφράσεις
μετεωρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.