μεταστατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταστατικός η μεταστατική το μεταστατικό
      γενική του μεταστατικού της μεταστατικής του μεταστατικού
    αιτιατική τον μεταστατικό τη μεταστατική το μεταστατικό
     κλητική μεταστατικέ μεταστατική μεταστατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταστατικοί οι μεταστατικές τα μεταστατικά
      γενική των μεταστατικών των μεταστατικών των μεταστατικών
    αιτιατική τους μεταστατικούς τις μεταστατικές τα μεταστατικά
     κλητική μεταστατικοί μεταστατικές μεταστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταστατικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

μεταστατικός

  • (ιατρική) που σχετίζεται με καρκινική μετάσταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.