μετασταθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετασταθής η μετασταθής το μετασταθές
      γενική του μετασταθούς* της μετασταθούς του μετασταθούς
    αιτιατική τον μετασταθή τη μετασταθή το μετασταθές
     κλητική μετασταθή(ς) μετασταθής μετασταθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετασταθείς οι μετασταθείς τα μετασταθή
      γενική των μετασταθών των μετασταθών των μετασταθών
    αιτιατική τους μετασταθείς τις μετασταθείς τα μετασταθή
     κλητική μετασταθείς μετασταθείς μετασταθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Απεικονίζεται μετασταθές μέγιστο.

Ετυμολογία

μετασταθής < μετ- + ασταθής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metastable[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική métastable[1])

Επίθετο

μετασταθής, -ής, -ές

Μεταφράσεις

  1. μετασταθής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.