μετασκευασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετασκευασμένος | η | μετασκευασμένη | το | μετασκευασμένο |
| γενική | του | μετασκευασμένου | της | μετασκευασμένης | του | μετασκευασμένου |
| αιτιατική | τον | μετασκευασμένο | τη | μετασκευασμένη | το | μετασκευασμένο |
| κλητική | μετασκευασμένε | μετασκευασμένη | μετασκευασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετασκευασμένοι | οι | μετασκευασμένες | τα | μετασκευασμένα |
| γενική | των | μετασκευασμένων | των | μετασκευασμένων | των | μετασκευασμένων |
| αιτιατική | τους | μετασκευασμένους | τις | μετασκευασμένες | τα | μετασκευασμένα |
| κλητική | μετασκευασμένοι | μετασκευασμένες | μετασκευασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μετασκευασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.