μεταλλάω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεταλλάω < λείπει η ετυμολογία


Ρήμα

μεταλλάω

  • ερευνώ, ψάχνω, αναζητώ προσεκτικά
    ἀλλ' ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι (Ομήρου Οδύσσεια 14 (ξ), στ. 378)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.