μεταγράφεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μεταγράφεις

  1. β' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος μεταγράφω
  2. να/ας μεταγράφεις: β' ενικό υποτακτικής ενεστώτα και αορίστου του ρήματος μεταγράφω
  3. θα μεταγράφεις: β' ενικό στιγμιαίου και εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος μεταγράφω

Παρώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.