μεσοβοριάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεσοβοριάς | οι | μεσοβοριάδες |
| γενική | του | μεσοβοριά | των | μεσοβοριάδων |
| αιτιατική | τον | μεσοβοριά | τους | μεσοβοριάδες |
| κλητική | μεσοβοριά | μεσοβοριάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μεσοβοριάς αρσενικό
- ο άνεμος που πνέει από κατεύθυνση ανάμεσα από τα βόρεια και βορειοανατολικά σημεία του ορίζοντα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μεσοβοριάς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.