μεσοβέζικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεσοβέζικα < μεσοβέζικ(ος) + -α
Μεταφράσεις
μεσοβέζικα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μεσοβέζικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεσοβέζικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.