μεροδούλι μεροφάι
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
μεροδούλι μεροφάι ουδέτερο
- μεροκάματο τόσο χαμηλό που φτάνει μόνο για τα έξοδα μιας μέρας
- με το μεροδούλι μεροφάι δεν πρόκειται να δεις προκοπή
Μεταφράσεις
μεροδούλι μεροφάι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.