μεραρχιόσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεραρχιόσημο | τα | μεραρχιόσημα |
| γενική | του | μεραρχιόσημου & μεραρχιοσήμου |
των | μεραρχιόσημων & μεραρχιοσήμων |
| αιτιατική | το | μεραρχιόσημο | τα | μεραρχιόσημα |
| κλητική | μεραρχιόσημο | μεραρχιόσημα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία

το μεραρχιόσημο της 19ης Θωρακισμένης Μεραρχίας του αμερικανικού στρατού
Ουσιαστικό
μεραρχιόσημο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) το έμβλημα μιας μεραρχίας του στρατού ή αντίστοιχης μονάδας των ενόπλων δυνάμεων
- (κατ’ επέκταση) το έμβλημα ή διακριτικό σήμα κάθε στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας
- → δείτε και τον όρο σήμα μπράτσου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.