μελαψός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μελαψός | η | μελαψή | το | μελαψό |
| γενική | του | μελαψού | της | μελαψής | του | μελαψού |
| αιτιατική | τον | μελαψό | τη | μελαψή | το | μελαψό |
| κλητική | μελαψέ | μελαψή | μελαψό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μελαψοί | οι | μελαψές | τα | μελαψά |
| γενική | των | μελαψών | των | μελαψών | των | μελαψών |
| αιτιατική | τους | μελαψούς | τις | μελαψές | τα | μελαψά |
| κλητική | μελαψοί | μελαψές | μελαψά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μελαψός < μελαμ(ψ)ός με αποβολή του [m] πριν από [ps] [1] (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μελαμψός. Μορφολογικά αναλύεται σε (μελανός) μελα(νο)- + όψ(η) + -ός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.laˈpsos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λα‐ψός
Επίθετο
μελαψός, -ή, -ό
- που έχει αρκετά σκούρο χρώμα επιδερμίδας
- ※ ο 34χρονος κύριος με το καθαρό πρόσωπο, το μελαψό δέρμα (είναι Ινδός) και το σπινθηροβόλο βλέμμα
- (από άρθρο της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ για τον σκηνοθέτη Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, 3 Οκτωβρίου 2004)
- άλλες μορφές: μελαμψός
- ※ ο 34χρονος κύριος με το καθαρό πρόσωπο, το μελαψό δέρμα (είναι Ινδός) και το σπινθηροβόλο βλέμμα
Συγγενικά
- μελαψάδα
- μελαψοκοκκινισμένος
- μελαψότητα
Αναφορές
- μελαψός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.