μελανιάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μελανιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μελανιάζω
  2. θα μελανιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μελανιάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μελανιάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μελανίαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.