μελάσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μελάσα | οι | μελάσες |
| γενική | της | μελάσας | των | μελασών |
| αιτιατική | τη | μελάσα | τις | μελάσες |
| κλητική | μελάσα | μελάσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελάσα < ιταλική melassa < γαλλική mélasse < ισπανική melaza < υστερολατινική mellaceus < λατινική mel (μέλι) < πρωτοϊταλική *meli < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mélid
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈla.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λά‐σα
Ουσιαστικό
μελάσα θηλυκό
- (γαστρονομία) σκουρόχρωμο γλυκό και παχύρρευστο υγρό που δημιουργείται κατά την κρυστάλλωση της ζάχαρης και που χρησιμοποιείται ευρέως στην παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών, στην παραγωγή ζύμης αρτοποιίας, ζωοτροφών κ.ά.
- ↪μπισκότα μελασών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.