μελάνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελάνωση οι μελανώσεις
      γενική της μελάνωσης* των μελανώσεων
    αιτιατική τη μελάνωση τις μελανώσεις
     κλητική μελάνωση μελανώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μελανώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελάνωση < ελληνιστική κοινή μελάνωσις < μελανόω < αρχαία ελληνική μέλας

Ουσιαστικό

μελάνωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μελανώνω
     συνώνυμα: μαύρισμα
    άλλες μορφές: μελάνωμα
  2. (ειδικότερα, ιατρική) η παθολογική υπερβολική συγκένρωση μελανίνης στο δέρμα ή μαυρίσματος των ιστών
  3. (ειδικότερα, βοτανική) ασθένεια των φυτών κατά την οποία μαυρίζουν κάποια τμήματά τους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.