μελάνωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μελάνωμα | τα | μελανώματα |
| γενική | του | μελανώματος | των | μελανωμάτων |
| αιτιατική | το | μελάνωμα | τα | μελανώματα |
| κλητική | μελάνωμα | μελανώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό

Μελάνωμα στο δέρμα.
μελάνωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μελανώνω
- (συνεκδοχικά) λέρωμα, μουντζούρωμα.
- σου είπα να σταματήσεις το μελάνωμα των τοίχων.
- (ιατρική) όγκος από μελανοκύτταρα
- η αλόγιστη έκθεση του δέρματος στον ήλιο μπορεί να προκαλέσει κακόηθες μελάνωμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.