μεθύσει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μεθύσει

(εξαρτημένος τύπος)
  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεθώ
  2. να μεθύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεθώ
  3. θα μεθύσει: γ' ενικό οριστικής συνοπτικού μέλλοντα του ρήματος μεθώ

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.