μεδέουσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
μεδέουσα θηλυκό
- προστάτιδα
χαϊρε, θεά, Σαλαμἰνος ἐϋκτιμἐνηι μεδέουσα (από ύμνο στην Αφροδίτη)
ω πολιούχε Παλλάς, ω της ιερωτάτης απασών πολέμω τε και ποιηταίς δυνάμει θ' υπερφερούσης μεδέουσα χώρας (Αριστοφάνους Ιππείς 581-585)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.