μεγαρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαρικός η μεγαρική το μεγαρικό
      γενική του μεγαρικού της μεγαρικής του μεγαρικού
    αιτιατική τον μεγαρικό τη μεγαρική το μεγαρικό
     κλητική μεγαρικέ μεγαρική μεγαρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαρικοί οι μεγαρικές τα μεγαρικά
      γενική των μεγαρικών των μεγαρικών των μεγαρικών
    αιτιατική τους μεγαρικούς τις μεγαρικές τα μεγαρικά
     κλητική μεγαρικοί μεγαρικές μεγαρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγαρικός < αρχαία ελληνική Μεγαρικός (συγχρονικά αναλύεται σε Μέγαρ(α) + -ικός)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ɣa.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεγαρικός

Επίθετο

μεγαρικός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με τα Μέγαρα
    μεγαρικό ψήφισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.