μεγαπυρκαγιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεγαπυρκαγιά | οι | μεγαπυρκαγιές |
| γενική | της | μεγαπυρκαγιάς | των | μεγαπυρκαγιών |
| αιτιατική | τη | μεγαπυρκαγιά | τις | μεγαπυρκαγιές |
| κλητική | μεγαπυρκαγιά | μεγαπυρκαγιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεγαπυρκαγιά, (νεολογισμός) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική megafire, μορφολογικά αναλύεται σε μεγα- + πυρκαγιά
- μεγα-πυρκαγιά
- μέγα-πυρκαγιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.