ματζουράνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ματζουράνα οι ματζουράνες
      γενική της ματζουράνας
    αιτιατική τη ματζουράνα τις ματζουράνες
     κλητική ματζουράνα ματζουράνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ματζουράνα < μαντζουράνα χωρίς ερρινοποίηση του [dz][1]  δείτε τη λέξη μαντζουράνα για την ετυμολογία της λέξης

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.d͡zuˈɾa.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ματζουράνα

Ουσιαστικό

ματζουράνα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.