μαρτυρικῶς
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μαρτυρικῶς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μαρτυρικῶς ή ελληνιστική κοινή μαρτυρικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα
μαρτυρικῶς
- με αποδείξεις, με βεβαίωση ή μαρτυρία [1]
- → δείτε και τη λέξη μαρτυρικόν
- (εκκλησιαστικός όρος) μαρτυρικά, με μαρτυρικό τρόπο (Μηναῖον, 3, 9, Ωδή 3η ) [2]
- ※ 11ος αιώνας ⌘ Μιχαὴλ Ψελλός, Orationes panegyricae, @catholiclibrary.org
- πῶς δ' ἀναμνήσει σου τὴν πρὸς τὸ θεῖον εὐσέβειαν καὶ ὅπως τὰς ἁγιωτάτας τελετεὰς ἐν τῇ σῇ πρότερον καταστήσας ψυχῇ, οὕτω τοῖς ἱεροῖς σηκοῖς κατεμέρισας καὶ τοῖς θείοις ὕμνοις προσέθηκας, τὰ μὲν αὐτῷ τῷ πρώτῳ αἰτίῳ τὸ σέβας ἐπάγων, τὰ δὲ τοῖς δι' ἐκεῖνον ἢ μαρτυρικῶς τὸ αἷμα ἐκχέασιν ἢ τῷ θείῳ φόβῳ τὰς σάρκας ἑαυτῶν καθηλώσασιν;
- ※ 11ος αιώνας ⌘ Μιχαὴλ Ψελλός, Orationes panegyricae, @catholiclibrary.org
Συγγενικά
- μαρτυρικόν
- μάρτυς
Αναφορές
- μαρτυρικώς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- μαρτυρικῶς σελ.4485 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μαρτυρικῶς ελληνιστική κοινή, λέξη του 4ου αιώνα < μαρτυρικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα
μαρτυρικῶς (ελληνιστική κοινή)
- (τροπικό επίρρημα) με μαρτυρία σε δικαστήριο
- → χρειάζεται παράθεμα χρονολογημένο Commentarius in Apocalypsin, 20
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μάρτυς
Πηγές
- μαρτυρικώς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.