μαρινάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαρινάρισμα τα μαριναρίσματα
      γενική του μαριναρίσματος των μαριναρισμάτων
    αιτιατική το μαρινάρισμα τα μαριναρίσματα
     κλητική μαρινάρισμα μαριναρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρινάρισμα < μαρινάρω + -μα

Ουσιαστικό

μαρινάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.