μαραγκιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαραγκιασμένος | η | μαραγκιασμένη | το | μαραγκιασμένο |
| γενική | του | μαραγκιασμένου | της | μαραγκιασμένης | του | μαραγκιασμένου |
| αιτιατική | τον | μαραγκιασμένο | τη | μαραγκιασμένη | το | μαραγκιασμένο |
| κλητική | μαραγκιασμένε | μαραγκιασμένη | μαραγκιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαραγκιασμένοι | οι | μαραγκιασμένες | τα | μαραγκιασμένα |
| γενική | των | μαραγκιασμένων | των | μαραγκιασμένων | των | μαραγκιασμένων |
| αιτιατική | τους | μαραγκιασμένους | τις | μαραγκιασμένες | τα | μαραγκιασμένα |
| κλητική | μαραγκιασμένοι | μαραγκιασμένες | μαραγκιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαραγκιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαραγκιάζω
Μετοχή
μαραγκιασμένος, -η, -ο
- μαραμένος, → δείτε τη λέξη μαραγκιάζω
- ※ Θέλουν την Ελλάδα πόρνη να τους ανοίγει τα σκέλια στην ποδιά της Ακρόπολης να προμηθεύει μισοτιμής το ρίγος της αμαρτίας στις μαραγκιασμένες από τον πουριτανισμό ψυχές τους
- ⌘ Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, 1976 [μυθιστόρημα]. Αθήνα: Κέδρος, 261989, σ. 95. ISBN 960-04-0042-3.
- ※ Θέλουν την Ελλάδα πόρνη να τους ανοίγει τα σκέλια στην ποδιά της Ακρόπολης να προμηθεύει μισοτιμής το ρίγος της αμαρτίας στις μαραγκιασμένες από τον πουριτανισμό ψυχές τους
Μεταφράσεις
μαραγκιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.