μαραγκιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαραγκιάζω < (λαϊκότροπο) ελληνιστική κοινή μαραγγιάω. Προτείνεται και παρόμοια ετυμολογική γραφή.[1]
Ρήμα
μαραγκιάζω, αόρ.: μαράγκιασα, μτχ.π.π.: μαραγκιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- μαραίνομαι, ξεραίνομαι
- ※ Να στείλω γράμμα, χάνεται, δεν βρίσκει το παιδί μου, | Να μάθη, όσα να τω πη, διψάει η καρδιά μου· | Να στείλω μήλο σήπεται, λουλούδι μαραγκιάζει
- δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου· συλλογή Arnold Passow (επιμ.), Τραγούδια ρωμαίικα. Popularia carmina Graeciae recentioris, Λειψία: B.G. Teubner, 1860, σ. 246.
- ※ Να στείλω γράμμα, χάνεται, δεν βρίσκει το παιδί μου, | Να μάθη, όσα να τω πη, διψάει η καρδιά μου· | Να στείλω μήλο σήπεται, λουλούδι μαραγκιάζει
- (κατ’ επέκταση) ζαρώνω, συρρικνώνομαι, σταφιδιάζω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μαραγκιάζω | μαράγκιαζα | θα μαραγκιάζω | να μαραγκιάζω | μαραγκιάζοντας | |
| β' ενικ. | μαραγκιάζεις | μαράγκιαζες | θα μαραγκιάζεις | να μαραγκιάζεις | μαράγκιαζε | |
| γ' ενικ. | μαραγκιάζει | μαράγκιαζε | θα μαραγκιάζει | να μαραγκιάζει | ||
| α' πληθ. | μαραγκιάζουμε | μαραγκιάζαμε | θα μαραγκιάζουμε | να μαραγκιάζουμε | ||
| β' πληθ. | μαραγκιάζετε | μαραγκιάζατε | θα μαραγκιάζετε | να μαραγκιάζετε | μαραγκιάζετε | |
| γ' πληθ. | μαραγκιάζουν(ε) | μαράγκιαζαν μαραγκιάζαν(ε) |
θα μαραγκιάζουν(ε) | να μαραγκιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μαράγκιασα | θα μαραγκιάσω | να μαραγκιάσω | μαραγκιάσει | ||
| β' ενικ. | μαράγκιασες | θα μαραγκιάσεις | να μαραγκιάσεις | μαράγκιασε | ||
| γ' ενικ. | μαράγκιασε | θα μαραγκιάσει | να μαραγκιάσει | |||
| α' πληθ. | μαραγκιάσαμε | θα μαραγκιάσουμε | να μαραγκιάσουμε | |||
| β' πληθ. | μαραγκιάσατε | θα μαραγκιάσετε | να μαραγκιάσετε | μαραγκιάστε | ||
| γ' πληθ. | μαράγκιασαν μαραγκιάσαν(ε) |
θα μαραγκιάσουν(ε) | να μαραγκιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μαραγκιάσει | είχα μαραγκιάσει | θα έχω μαραγκιάσει | να έχω μαραγκιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μαραγκιάσει | είχες μαραγκιάσει | θα έχεις μαραγκιάσει | να έχεις μαραγκιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μαραγκιάσει | είχε μαραγκιάσει | θα έχει μαραγκιάσει | να έχει μαραγκιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μαραγκιάσει | είχαμε μαραγκιάσει | θα έχουμε μαραγκιάσει | να έχουμε μαραγκιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μαραγκιάσει | είχατε μαραγκιάσει | θα έχετε μαραγκιάσει | να έχετε μαραγκιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μαραγκιάσει | είχαν μαραγκιάσει | θα έχουν μαραγκιάσει | να έχουν μαραγκιάσει |
| |
Μεταφράσεις
μαραγκιάζω
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- μαραγκιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.