μανιπουλάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανιπουλάρισμα τα μανιπουλαρίσματα
      γενική του μανιπουλαρίσματος των μανιπουλαρισμάτων
    αιτιατική το μανιπουλάρισμα τα μανιπουλαρίσματα
     κλητική μανιπουλάρισμα μανιπουλαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μανιπουλάρισμα < μανιπουλάρω

Ουσιαστικό

μανιπουλάρισμα ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.