μανδαρινισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μανδαρινισμός οι μανδαρινισμοί
      γενική του μανδαρινισμού των μανδαρινισμών
    αιτιατική τον μανδαρινισμό τους μανδαρινισμούς
     κλητική μανδαρινισμέ μανδαρινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μανδαρινισμός < μανδαρίνος + -ισμός

Ουσιαστικό

μανδαρινισμός αρσενικό

  • η αυτοκρατορία της γραφειοκρατίας, η ακραία γραφειοκρατική νοοτροπία που στραγγαλίζει οτιδήποτε νεωτεριστικό ή και ανθρώπινο, η προσήλωση στην εξουσία του γράμματος του νόμου, του τύπου, δηλαδή του τυπικά ορθού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.