μανατζαραίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μανατζαραίος οι μανατζαραίοι
      γενική του μανατζαραίου των μανατζαραίων
    αιτιατική τον μανατζαραίο τους μανατζαραίους
     κλητική μανατζαραίε μανατζαραίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μανατζαραίος < μάνατζερ + -αίος < manager

Ουσιαστικό

μανατζαραίος αρσενικό

  • (ανεπίσημο)  δείτε τη λέξη μανατζαρέος
      Άραγε, το γνωρίζει αυτό ο υπουργός Εξωτερικών; Έχει δώσει ο ίδιος την έγκρισή του στους «μανατζαραίους» του υπουργείου για κάτι τέτοιο;Μανατζαραίοι» στο υπουργείο Εξωτερικών – Διπλωμάτες στα θρανία, happenednow.gr, 3/2/2022, )
      βλέπουμε διαφημιστική καταχώριση σε στάση λεωφορείου. Πολυεθνική, ισχυρή, που παράγει καφέ, παραγγέλλει την καταχώριση. Εταιρία αναλαμβάνει να βρει το σύνθημα, να σχεδιάσει το εικαστικό. Ασχολούνται κειμενογράφοι, μαρκετινίστες, βοηθοί διαφήμισης, γραφίστες, φωτογράφοι, διευθυντές, τυπογράφοι, 45 μάστορες, 60 μαθητάδες, μανατζαραίοι, άσχημοι και ωραίοι (Η κατάστασις εν Ελλάδι, newsbreak.gr, 22/12/2021 )
      Έξω απ' τον παράδεισο των γηπέδων, στην κόλαση της κοινωνίας, όλοι αυτοί οι τύποι (κεντριστές, λείοι, δήθεν, ντεμέκ, μανατζαραίοι, προσεκτικοί, αβροί κ.λπ.), είναι ακριβώς εκείνοι που ανάβουν τις φωτιές στα καζάνια, για να καούν οι άλλοι (Χριστόφορος Κάσδαγλης, Το γαμώτο ενός παναθηναϊκού, εκδ. Καστανιώτη, 1/11/2010 )

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.