μακροκοσμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακροκοσμικός η μακροκοσμική το μακροκοσμικό
      γενική του μακροκοσμικού της μακροκοσμικής του μακροκοσμικού
    αιτιατική τον μακροκοσμικό τη μακροκοσμική το μακροκοσμικό
     κλητική μακροκοσμικέ μακροκοσμική μακροκοσμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακροκοσμικοί οι μακροκοσμικές τα μακροκοσμικά
      γενική των μακροκοσμικών των μακροκοσμικών των μακροκοσμικών
    αιτιατική τους μακροκοσμικούς τις μακροκοσμικές τα μακροκοσμικά
     κλητική μακροκοσμικοί μακροκοσμικές μακροκοσμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μακροκοσμικός < μακρόκοσμος

Επίθετο

μακροκοσμικός, ή, ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.