μαζευτή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαζευτή < μαζευτῇ
Ρηματικός τύπος
μαζευτή
- το "μαζευτεί" της νεοελληνικής, μεταγραφή της παλιότερης γραφή "μαζευτῇ" (έτσι γραφόταν το γ΄πρόσωπο ενικού οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα ή υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαζεύομαι στην καθαρεύουσα και πρωτύτερα)
- → δείτε τη λέξη μαζεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.