μαγιονέζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαγιονέζα | οι | μαγιονέζες |
| γενική | της | μαγιονέζας | — | |
| αιτιατική | τη | μαγιονέζα | τις | μαγιονέζες |
| κλητική | μαγιονέζα | μαγιονέζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.ʝoˈne.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γιο‐νέ‐ζα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)