μαγιοβότανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγιοβότανο τα μαγιοβότανα
      γενική του μαγιοβότανου των μαγιοβότανων
    αιτιατική το μαγιοβότανο τα μαγιοβότανα
     κλητική μαγιοβότανο μαγιοβότανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγιοβότανο < μάγι(α) + -ο- + βότανο (με επίδραση και της λέξης Μάης, του Μαγιού)

Ουσιαστικό

μαγιοβότανο ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο, παρωχημένο) βοτάνι με μαγικές ιδιότητες, ιδίως στον ερωτικό τομέα
      Σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά, να τρων, να μη γαβγίζουν, / σέρνουν το μαγιοβότανο, μαγεύουν τα κορίτσια. (Από ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι)
      το σιδερόχορτο τρυγάν, τ' αντίψυχο μαζώνουν,
    τα μαγιοβότανα πιοτά, για κέρασμα, ρουφάμε
    Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά, 1920
  2. (λαϊκότροπο, παρωχημένο) βοτάνι με μαγικές ιδιότητες, ως αποτροπαϊκό του θανάτου και δωρητής της αθανασίας
     συνώνυμα: αντίψυχο, ψυχοβότανο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.