λοκατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λοκατζής οι λοκατζήδες
      γενική του λοκατζή των λοκατζήδων
    αιτιατική τον λοκατζή τους λοκατζήδες
     κλητική λοκατζή λοκατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λοκατζής < ΛΟΚ + -τζής

Ουσιαστικό

λοκατζής αρσενικό

  • (επάγγελμα) οπλίτης ή αξιωματικός που υπηρετεί στα ΛΟΚ

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.