λογοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λογοκρατικός | η | λογοκρατική | το | λογοκρατικό |
| γενική | του | λογοκρατικού | της | λογοκρατικής | του | λογοκρατικού |
| αιτιατική | τον | λογοκρατικό | τη | λογοκρατική | το | λογοκρατικό |
| κλητική | λογοκρατικέ | λογοκρατική | λογοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λογοκρατικοί | οι | λογοκρατικές | τα | λογοκρατικά |
| γενική | των | λογοκρατικών | των | λογοκρατικών | των | λογοκρατικών |
| αιτιατική | τους | λογοκρατικούς | τις | λογοκρατικές | τα | λογοκρατικά |
| κλητική | λογοκρατικοί | λογοκρατικές | λογοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λογοκρατικός < λογοκρατία + -ικός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- αντιλογοκρατικός
- αντιορθολογικός
- αντιορθολογιστικός
- αντιρασιοναλιστικός
Συγγενικά
- λογοκρατικώς
- → δείτε τη λέξη λογοκρατία
Πηγές
- λογοκρατικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- αντιλογοκρατικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
λογοκρατικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.