λογοκρατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογοκρατικός η λογοκρατική το λογοκρατικό
      γενική του λογοκρατικού της λογοκρατικής του λογοκρατικού
    αιτιατική τον λογοκρατικό τη λογοκρατική το λογοκρατικό
     κλητική λογοκρατικέ λογοκρατική λογοκρατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογοκρατικοί οι λογοκρατικές τα λογοκρατικά
      γενική των λογοκρατικών των λογοκρατικών των λογοκρατικών
    αιτιατική τους λογοκρατικούς τις λογοκρατικές τα λογοκρατικά
     κλητική λογοκρατικοί λογοκρατικές λογοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λογοκρατικός < λογοκρατία + -ικός

Επίθετο

λογοκρατικός

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.