λογιοτατισμοί

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

λογιοτατισμοί

  1. λογιοτατισμός, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. λογιοτατισμός, στην κλητική του πληθυντικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.