λοβίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λοβίο τα λοβία
      γενική του λοβίου των λοβίων
    αιτιατική το λοβίο τα λοβία
     κλητική λοβίο λοβία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λοβίο < ελληνιστική κοινή λόβιον < αρχαία ελληνική λοβός

Ουσιαστικό

λοβίο ουδέτερο

  1. (ανατομία) το κάτω άκρο του έξω μέρους του αφτιού
  2. (ανατομία) προεξέχοντα τμήματα οργάνων του ανθρώπινου σώματος με αυλακώσεις
    λοβίο του στήθους
    λοβίο του ήπατος
    λοβίο του πνεύμονα
    λοβίο του εγκεφάλου
  3. (βοτανική) καρπός φυτού με περικάρπιο με σκληρό υμένα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.