λιθανθρακόπισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθανθρακόπισσα οι λιθανθρακόπισσες
      γενική της λιθανθρακόπισσας των λιθανθρακοπισσών
    αιτιατική τη λιθανθρακόπισσα τις λιθανθρακόπισσες
     κλητική λιθανθρακόπισσα λιθανθρακόπισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθανθρακόπισσα (μαρτυρείται από το 1893)[1]< λιθάνθρακ(ας) + -ο- + πίσσα, (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Steinkohlenteer)[2]

Ουσιαστικό

λιθανθρακόπισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 605, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. s.v.- λιθανθρακ(ο)- - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.