λιβανισμένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
λιβανισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του λιβανισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του λιβανισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λιβανισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.