λιβανισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιβανισμένος η λιβανισμένη το λιβανισμένο
      γενική του λιβανισμένου της λιβανισμένης του λιβανισμένου
    αιτιατική τον λιβανισμένο τη λιβανισμένη το λιβανισμένο
     κλητική λιβανισμένε λιβανισμένη λιβανισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιβανισμένοι οι λιβανισμένες τα λιβανισμένα
      γενική των λιβανισμένων των λιβανισμένων των λιβανισμένων
    αιτιατική τους λιβανισμένους τις λιβανισμένες τα λιβανισμένα
     κλητική λιβανισμένοι λιβανισμένες λιβανισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

λιβανισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.