λιανοτουφεκιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λιανοτουφεκιά | οι | λιανοτουφεκιές |
| γενική | της | λιανοτουφεκιάς | των | λιανοτουφεκιών |
| αιτιατική | τη | λιανοτουφεκιά | τις | λιανοτουφεκιές |
| κλητική | λιανοτουφεκιά | λιανοτουφεκιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιανοτουφεκιά < λιανοτούφεκ(ο) + -ιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʎa.no.tu.feˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λια‐νο‐του‐φε‐κιά
Συγγενικά
- λιανοτούφεκο
- → και δείτε τις λέξεις λιανός και ντουφέκι
Μεταφράσεις
λιανοτουφεκιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.