ληφθούν

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ληφθούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λαμβάνομαι
  2. θα ληφθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λαμβάνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.