ληστευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ληστευμένος | η | ληστευμένη | το | ληστευμένο |
| γενική | του | ληστευμένου | της | ληστευμένης | του | ληστευμένου |
| αιτιατική | τον | ληστευμένο | τη | ληστευμένη | το | ληστευμένο |
| κλητική | ληστευμένε | ληστευμένη | ληστευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ληστευμένοι | οι | ληστευμένες | τα | ληστευμένα |
| γενική | των | ληστευμένων | των | ληστευμένων | των | ληστευμένων |
| αιτιατική | τους | ληστευμένους | τις | ληστευμένες | τα | ληστευμένα |
| κλητική | ληστευμένοι | ληστευμένες | ληστευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ληστευμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ληστεύω
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.